- Υπεροίος
- ὁ, Αβλ. ὑπερῷος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ὑπεροῖον — Ὑπεροῖος upper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερώος — ώα, ον, θηλ. και ος, και θεσσαλικός τ. κύριου ον. Ὑπεροῑος, ΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται επάνω, σε ψηλότερο επίπεδο, ανώτατος (α. «ὑπερῷον δὲ τὸν νοῡν τὸν ὑψηλὸν καὶ ἐπηρμένον δείξω ἐκ τῆς γραφῆς», Ωριγ. β. «στοαὶ ὑπερῴοι», Διον. Αλ. γ. «περίπατοι… … Dictionary of Greek